Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την ερασιτεχνική συνέντευξη του αείμνηστου και τρανού λαγουτιέρη, Σταύρου Μαυροδημητράκη στον ερασιτέχνη μελετητή Ιωάννη Παπαδάκη (Ελληνοαμερικάνο) που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1978 στον Πειραιά. Ευχαριστούμε από καρδιάς τους απογόνους του Ι.Παπαδάκη, Μανώλη-Κώστα-Ελένη για την ευγενή παραχώρηση και την άδεια δημοσίευσης από το blog "kissamoschania.blogspot" των αποσπασμάτων αυτών, καθώς και για τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις άλλων καλλιτεχνών που θα προβληθούν αποκλειστικά στο μέλλον από το blog μας.
Ι.Π: Πως το πήρες απόφαση να ασχοληθείς με την μουσική, με τα όργανα;
Σ.Μ: Εγώ τα ζούσα τα όργανα καθημερινώς στο σπίτι που μέναμε. Μα κάθε μέρα σου λέω. Έπαιζε ο πατέρας μου λύρα, καλή λύρα. Κι ήτανε, πώς να στο πώ, ήτανε φίρμα όπως λέμε σήμερα, τον ξέρανε σε όλη την επαρχία Κισσάμου κι ακόμα παραπέρα. Στα Μαρεδιανά προπάντων όλα τα γλέντια τα είχε ο πατέρας μου, στεφανώσεις, αρραβωνιάσεις, πανηγύρια. Ήτανε κι άλλος ένας γεροντής, ο Μανιατάκης ο Γιάννης, βιολί έπαιζε αυτός πρώτης γραμμής, αυτοί ήτανε στο χωριό, ο πατέρας μου και ο Μανιατάκης. Τα γλέντια των Μαρεδιανών τα είχανε αυτοί οι δύο. Εγώ που λές, αυτούς άκουγα κάθε μέρα, θες να είναι στον καφενέ, θες να είναι στις πεζούλες στην εκκλησία, παντού δηλαδή…..
Ι.Π: Συγνώμη που σε διακόπτω, αλλά εσύ όμως, δεν έμαθες λύρα...
Σ.Μ: Όχι, δεν έμαθα, δεν μου άρεσε η λύρα εμένα. Εγώ σαν πρωτάκουσα τον γέρο Κουτσουρέλη να παίζει το λαγούτο, ξετρελάθηκα. Έπαιζε, το θυμάμαι σαν να’ναι χθές, έπαιζε με τον πατέρα μου στον γάμο του Μαυροδημήτρη του Στέλιο και ήμουνα δεν ήμουνα πέντε – έξι χρονών. Και όταν γύρισα από τον γάμο δεν έκλεισα μάτι, παρά όταν ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι του είπα, να μου πάρεις ένα λαγούτο. Αυτός όμως ήτανε φτωχός και το λαγούτο έκαμε πολλούς παράδες, αλλά να σου πώ, δεν ήθελε και πολύ να ακολουθήσω το επάγγελμα, κυρίως αυτό δηλαδή. Με τα πολλά, πήρα ένα μαντολινάκι και αρχίνισα μοναχός μου να παίζω και με το που’θελε να σχολάσει η λειτουργία την Κυριακή, καθόμουν στις πεζούλες στην εκκλησία κι έπαιζα και χορεύανε τα κοπελάκια του χωριού.
Ι.Π: Με μαντολίνο λοιπόν ξεκίνησες;
Σ.Μ: Ναι, μαντολίνο, ένα παλιό μαντολινάκι που το είχε πάρει ο πατέρα μου από έναν από το Καστέλλι. Έπαιζα μαντολίνο μέχρι να μεγαλώσω λιγάκι, εκεί στα δέκα περίπου με δώδεκα, αφού είδε ο πατέρας μου ότι δεν αλλάζω τα μυαλά μου, πήγε και μου αγόρασε ένα λαγούτο από τα Χανιά και έμαθα μοναχός μου να παίζω πιο πολύ. Έκανα δύο μαθήματα στου γέρο Κουτσουρέλη, ίσα ίσα για να μάθω να το κουρντίζω και να το πιάνω και τα υπόλοιπα όλα μοναχός μου.
Ι.Π: Θυμάσαι να μου πείς πότε έπαιξε σε γλέντι με το λαγούτο;
Σ.Μ (γέλια) το πρώτο γλέντι λένε ότι είναι σαν την πρώτη αγαπητικιά, έτσι δεν λενε; Δεν το ξεχνάς που να περάσουνε εκατό χρόνοι. Ήτανε το 1914, δεκατεσσάρων χρονών ακριβώς ήμουνα και καλά καλά δεν ήμουν ξετελεμένος στο όργανο, παρά ένας από τα Σκουλουδιανά με κάλεσε να παίξω σε μια βάφτιση που έκανε και πήγα κι έτρεμα σαν τον λαγό, κατέεις γιατί; Γιατί θα έπαιζα με τον Κουνελοκωστή. Μεγάλο πράμα για εκείνα τα χρόνια και μεγάλη, πώς να στο πώ, μεγάλη υπόθεση, τιμή. Και πήγα κι έπαιξα και τα πήγα μια χαρά κι ας πούμε πήρα θάρρος. Και μετά του πήρα τον αέρα και έπαιζα όπου με καλούσανε. Και με τον πατέρα μου, μην ξεχάσω να πώ ότι πρίν το μεγάλο γλέντι με τον Κουνελοκωστή, είχα παίξει με τον πατέρα μου σε αρκετές χαροκοπιές στο χωριό. Αλλά και μετά, μέχρι να πάω δεκάξι χρονών, έπαιζα με τον πατέρα μου, μέχρι που με άκουσε ο μακαρίτης ο Χάρχαλης και μου είπε….
Ι.Π: Τότε γνωρίστηκες με τον Χάρχαλη;
Σ.Μ: Ναι, ακριβώς δεκάξι χρονών έπαιξα με τον Χάρχαλη στην Αγιά Τριάδα στα Καλουδιανά στο πανηγύρι. Εκάναμε από πρίν, δέκα μέρες μπρόβες για να δεί αν μπορώ να του ακολουθήσω και ύστερα μου έκανε, εντάξει είσαι Σταυράκη, θα γίνεις πρώτης τάξεως οργανοπαίχτης.
Ι.Π: Πώς γνωρίστηκες με τον Χάρχαλη;
Σ.Μ: Από την μεριά του πατέρα μου, του έλεγε του Χάρχαλη, έχω το κοπέλι μου που παίζει λαγούτο και του έκανε ο Χάρχαλης, φέρ’τον μου να τον ακούσω. Και του άρεσα και μου είπε να παίξουμε σε μερικά γλέντια μαζί. Και πήγε η συχωρεμένη η μάνα μου θυμάμαι και μου ψώνισε καλά ρούχα, σκολινά για να πάω να παίξω στο πανηγύρι δίπλα στον Χάρχαλη.
Ι.Π: Και έτσι λοιπόν συνέχισες να παίζεις με τον Χάρχαλη;
Σ.Μ: Όχι, τότε δεν έπαιξα πολύ γιατί είχα κατέβει στο Καστέλλι και δούλευα σε ενούς τσαγκάρη για να μάθω την δουλειά και επειδή ο Χάρχαλης έπαιζε συνέχεια σε γλέντια ακόμα και σε μακρινούς τόπους, δεν μπορούσα να αφήσω το μαγαζί και να τρέχω στα γλέντια μαζί του.
Ι.Π: Οπότε, σταμάτησες να παίζεις;
Σ.Μ: Μόνο με τον Χάρχαλη, ναι. Γιατί όμως, τότε βρήκα ένα κοπελάκι νέο, τον Μανώλη τον Μυλωνάκη που μετά έγινε μεγάλος καλλιτέχνης, άριστος και είδα ότι έπαιζε καλό βιολί και τον ξεκίνησα εγώ. Τον έσπρωξα στο επάγγελμα, ήτανε δυό-τρία χρόνια μικρότερος μου και επειδή εγώ είχα κάνει ήδη γνωριμίες στο Καστέλλι, παίζαμε συχνά σε γλέντια εκεί. Και με τον Μανιατάκη τον Γιάννη που τότε ήτανε μεγάλος στην ηλικία, παίξαμε θυμάμαι τρείς-τέσσερις φορές. Μα ύστερα μπήκα στην χωροφυλακή και έγινε και ο πόλεμος στην Μικρά Ασία και με πήρανε στρατιώτη και σταμάτησα μέχρι την οπισθοχώρηση και που ξανάρθα στην Κρήτη.
Ι.Π: Και μετά που ξανάρθες με ποιόν έπαιξες;
Σ.Μ: Μετά, μέχρι και να ανέβω στην Αθήνα έπαιζα με τον Χάρχαλη. Έπαιξα και με τον Μυλωνάκη και με τον Κουνελοκωστή και με τον Γιώργη τον Νικολακάκη και με άλλους. Αλλά πιο πολύ με τον Χάρχαλη. Μαζί γράψαμε και δίσκους, δύο δίσκους, στα τέλη του ’20 με αρχές του ’30 και κάνανε μεγάλη επιτυχία γιατί δεν ήτανε τότε εύκολο να γράψει κάποιος δίσκο...[...]
Ι.Π: Ο Χάρχαλης πώς σε αντιμετώπιζε;
Σ.Μ: Με αγαπούσε πολύ ο μακαρίτης, πάρα πολύ. Δηλαδή, τα χρόνια που έπαιξα μαζί του ήταν τα καλύτερα μου, γυρίσαμε όλο τον νομό Χανίων, πήγαμε και στο Ρέθεμνος και στα Σφακιά, πολλά γλέντια. Ο Χάρχαλης ήτανε άνθρωπος δίκαιος, δηλαδή, αν σε έβλεπε και προσπαθούσες και δεν ήσουνα σαλταδόρος, σου φερότανε πολύ καλά. Ακόμα και όταν ήτανε να κάνουμε την μοιρασιά μετά το γλέντι, μου έδινε το μερτικό μου και ακόμα παραπάνω μερικές φορές....[...]
Ι.Π: Ποιους λαγουτιέρηδες είχες σαν παραδείγματα όταν ξεκινούσες την σταδιοδρομία σου;
Σ.Μ: Εκείνα τα χρόνια Γιάννη τα λαγούτα ήτανε λίγα. Για να καταλάβεις δηλαδή τι σου λέω, στους δέκα που παίζανε όργανο, οι οχτώ παίζανε βιολί και οι δυό παίζανε λαγούτα. Ήτανε πολύ ακριβό και δυσκολόβρεστο όργανο το λαγούτο και δύσκολο κιόλας. Ο γέρο-Κουτσουρέλης έπαιζε καλό όργανο, ήτανε κι ο γέρο-Σγουρομάλλης, ο Μπέρτης ήτανε, ο Κεραμιανός ήτανε, ο Παπαδογιώργης ήτανε, κι άλλοι που δεν θυμούμαι και καλά. Μα αυτοί οι περισσότεροι παίζανε κιθαρίστικα, συνοδευτικά, δεν παίζανε πενιές, κοσκινίζανε, ο γέρο-Κουτσουρέλης έπαιζε πιο μπερντελίδικα λίγο και ο Παπαδογιώργης έπαιζε κι αυτός μπερντελίδικα. Εγώ το άλλαξα το σύστημα και έπαιζα μόνο μπερντελίδικα, πενιές δηλαδή καθαρές, χωρίς κοπανήματα σαν αυτά που ακούμε σήμερα από τσοι νεώτερους.
Ι.Π: Και ο Κουτσουρέλης ο Γιώργος όμως έπαιζε πρίμο λαγούτο και σολάριζε….
Σ.Μ: Ο Γιώργης ήτανε μετά από μένα, πιο μικρός. Από εμένα
Αφήστε τα σχόλια σας
Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης